συνομόθρονος

συνομόθρονος
-ον, Μ
αυτός που κάθεται στον ίδιο βασιλικό θρόνο με κάποιον άλλον, αυτός που συμβασιλεύει («Θεός σοι ἔδωκεν κλάδους συνομόθρονας», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμόθρονος «αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο μαζί με άλλον»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”